ενοφθαλμισμος

ενοφθαλμισμος
    ἐνοφθαλμισμός
    ἐν-οφθαλμισμός
    ὅ с.-х. прививка
    

(δένδρα πεποικιλμένα τοῖς ἐνοφθαλμισμοῖς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενοφθαλμισμος" в других словарях:

  • ἐνοφθαλμισμός — budding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοφθαλμισμός — Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια. Ο ε. είναι δυνατόν να γίνει και στο ίδιο άτομο, όταν η νόσος μεταδοθεί από ένα …   Dictionary of Greek

  • ενοφθαλμισμός — ο 1. (για φυτά), το κέντρωμα, μπόλιασμα, το μπόλι, η μεταμόσχευση. 2. (ιατρ.), η εισαγωγή μικροβίου στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου για θεραπευτικούς ή πειραματικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνοφθαλμισμοῖς — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμοί — ἐνοφθαλμισμός budding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμοῦ — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμούς — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμῶν — ἐνοφθαλμισμός budding masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμῷ — ἐνοφθαλμισμός budding masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοφθαλμισμόν — ἐνοφθαλμισμός budding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»